αδελφομοίρι
Смотреть что такое "αδελφομοίρι" в других словарях:
αδελφομοίρι — και αδερφομοίρι, το 1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού 2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού 3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία 4. δίκαιη, ίση διανομή τής… … Dictionary of Greek
αδελφομερτικό — και αδερφομερτικό, το μερίδιο αδελφού από πατρική περιουσία, το αδελφομοίρι* … Dictionary of Greek
αδελφομοιράδι — και αδερφομοιράδι, το [αδελφομοίρι] το αδελφομερτικό* … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek